- ςαφής
- ςᾰφής1 clear
τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ N. 11.43
λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ pr. I. 1.22τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν I. 6.20
n. s. pro adv.,ὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν O. 13.45
τά τ' ἐσσόμενα τότ ἂν φαίην σαφές O. 13.103
ἔμαθε δὲ σαφές P. 2.25
“θαέομαι σαφὲς” P. 8.45ἴστω γὰρ σαφὲς I. 7.27
]σαφες ευ[ Pae. 8.94
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.